αντιδημοτικός

αντιδημοτικός
-ή, -ό
1. ο αντίθετος με τα συμφέροντα του λαού
2. ο μη αρεστός στον λαό, ο μη δημοφιλής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι-* + δημοτικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1826 στον Φιλικό Ν. Σπηλιάδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αντιδημοτικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που δεν είναι δημοφιλής, αντιλαϊκός: Οι τελευταίες φορολογίες που επιβλήθηκαν έκαναν αντιδημοτική την κυβέρνηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αντιλαϊκός — ή, ό 1. ο στρεφόμενος εναντίον του λαού ή των συμφερόντων του λαού 2. δυσάρεστος στον λαό, αντιδημοτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντί + λαϊκός. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • Γεώργιος — I (275 – 305 μ.Χ.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, γνωστός ως Τροπαιοφόρος και Θαυματουργός. Πληροφορίες για τη ζωή του περιέχουν τα Συναξάρια. Γεννήθηκε από εύπορους χριστιανούς γονείς και διέθετε πολλά φυσικά και πνευματικά χαρίσματα.… …   Dictionary of Greek

  • Ίσαυροι — Βυζαντινή δυναστεία, η οποία προερχόταν από την Ισαυρία (βλ. λ.) της Μικράς Ασίας – παρότι τόπος γέννησης του ιδρυτή της δυναστείας, Λέοντα Γ’, ήταν η Γερμανικεία της Συρίας. Χάρη στα δύο πρώτα μέλη της, η δυναστεία των Ι. διαδραμάτισε ιδιαίτερο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”